συνάψεων

συνάψεων
συνάψεω̆ν , σύναψις
contact
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διεγερτικές συνάψεις — Μία από τις δύο κατηγορίες νευρικών συνάψεων του κεντρικού νευρικού συστήματος. Πρόκειται για συνάψεις που διαβιβάζουν τη διέγερση πάντα προς μία κατεύθυνση. Το άλλο είδος συνάψεων, οι ανασταλτικές, διακόπτουν τη μετακίνηση της διέγερσης …   Dictionary of Greek

  • λοίμωξη — Παθολογική διεργασία που ακολουθεί την εισβολή και την εγκατάσταση στο σώμα παθογόνων μικροοργανισμών, όπως είναι οι ιοί, τα μικρόβια, οι μύκητες, τα πρωτόζωα και οι ρικέτσιες. Από το πλήθος των μικροοργανισμών του περιβάλλοντος λίγοι είναι οι… …   Dictionary of Greek

  • νευρομεταβιβαστής — ο (βιοχ. φυσιολ.) χημική ουσία που συντίθεται και ελευθερώνεται από τους νευρώνες και χρησιμεύει στην μετάδοση τής νευρικής διέγερσης στο επίπεδο τών συνάψεων …   Dictionary of Greek

  • συναπτικός — ή, ό, / συναπτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνάπτω] κατάλληλος στο να συνάπτει, συνδετικός νεοελλ. 1. βιολ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύναψη τών νευρικών κυττάρων («συναπτικός χώρος») 2. φρ. α) «συναπτική σχισμή» βιολ. χώρος μεταξύ τών πλασματικών… …   Dictionary of Greek

  • Άξελροντ, Τζούλιους — (Julius Axelrod, Μανχάταν, Νέα Υόρκη 1912 –). Αμερικανός βιοχημικός. Από το 1933 μέχρι το 1935 υπήρξε βοηθός στο τμήμα βακτηριολογίας της ιατρικής σχολής στη Νέα Υόρκη και έπειτα χημικός στο Εργαστήριο Βιομηχανικής Υγιεινής. To 1946 εργάστηκε στο …   Dictionary of Greek

  • Κάντελ, Έρικ — (Eric Kandel, Βιέννη 1929 –). Αμερικανός ψυχίατρος και νευροφυσιολόγος, αυστριακής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και ειδικεύτηκε στην ψυχιατρική στο Χάρβαρντ της Βοστόνης. Δίδαξε ως καθηγητής στο τμήμα ψυχολογίας… …   Dictionary of Greek

  • Κατζ, Μπέρναρντ — (Sir Bernard Katz, Λειψία, Γερμανία 1911 –). Άγγλος βιοφυσικός, γερμανικής καταγωγής. Σπούδασε ιατρική στο πανεπιστήμιο της Λειψίας και αμέσως μετά ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, όπου ολοκλήρωσε τη διδακτορική του …   Dictionary of Greek

  • μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”